- διαιθυλικός
- -ή, -ό1. αυτός που προέρχεται από δύο μόρια αιθυλικής αλκοόλης2. αυτός που περιέχει δύο ρίζες αιθυλίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek